- υψιπολις
- ὑψίπολιςὑψί-πολις-ιος adj. занимающий высокий государственный пост, власть имущий Soph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑψίπολις — citizen of a proud city fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψίπολις — όλεως και όλιδος, ὁ, ἡ, Α 1. πολίτης ένδοξης πόλης 2. ο ύψιστος πολίτης μιας πόλης ή, κατ άλλους, αυτός που δοξάζει την πόλη του, την πατρίδα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + πόλις (πρβλ. πολύ πολις)] … Dictionary of Greek
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek